παυλιανιστής

παυλιανιστής
ὁ, Μ [παυλιανίζω]
οπαδός τής αίρεσης τού Παυλι(κι)ανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παυλιανικός — ή, όν, Μ [παυλιανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αιρετικό Παύλο τον Σαμοσατέα, παυλιανιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”